- υμένας
- (Ανατ.). Γενική ονομασία διαφόρων λεπτών ιστών ή απαλών οργάνων. Είναι ελαστικοί και ποικίλλουν στην απόχρωση και την υφή. Προορίζονται να περιβάλλουν άλλα όργανα ή να εκκρίνουν και να απορροφούν μερικές ουσίες (βλεννογόνοι).
* * *ο / ὑμήν, -ένος, ΝΑλεπτός ελαστικός ιστός, σαν μεμβράνη, ο οποίος βρίσκεται σε διάφορα όργανα τού σώματος (α. «παρθενικός υμένας» — μηνοειδής, συνήθως, υμένας που προσφύεται στο χείλος τού έξω στομίου τού κολεού παρθένας γυναίκας και τό στενώνει και ο οποίος ρήγνυται συνήθως μετά την πρώτη συνουσίαβ. «περιτόναιος ὑμήν» — το περιτόναιο, Πολύδ.)νεοελλ.φρ. α) «υμένες αβγού»ιατρ. ονομασία τών υμένων που περιβάλλουν το κύημα, δηλαδή τού αμνίου εσωτερικά και τού χορίου εξωτερικάβ) «υμένας τού Ράϊσνερ» — ονομασία πετάλου τού περιοστέου τού κοχλία τού αφτιού, αλλ. αιθουσαίος υμένας·β) «αρθρικός υμένας»ανατ. η έσω στιβάδα αρθρικού θυλάκου, ανάλογη με τον ορογόνο υμέναγ) «αρυταινοεπιγλωττιδικός υμένας»ανατ. η άνω μοίρα τού ελαστικού υμένα τού λάρυγγαδ) «ελαστικός υμένας»ανατ. υμένας που καλύπτει την έσω επιφάνεια τών χόνδρων τού λάρυγγα κάτω από τον βλεννογόνοε) «επισωματικός υμένας [πρόσθιος και οπίσθιος]»ανατ. καθένας από τους δύο υμένες τής ινιοεπιστροφικής αρθρώσεως, που βρίσκονται μεταξύ επιστροφέως και ινιακού οστούστ) «θυροειδής υμένας»ανατ. υμένας που αποφράσσει εν μέρει το θυροειδές τρήμα τού ανώνυμου οστούζ) «καλυπτήριος υμένας»ανατ. σύνδεσμος που εκφύεται από τη βάση τού ινιακού οστού και καταφύεται στον 2ο και 3ο αυχενικό σπόνδυλοη) «ορογόνος υμένας»ανατ. βλ. ορογόνοςαρχ.1. ονομασία μιας μεμβράνης τών πτηνών2. φτερό εντόμου3. περικάλυμμα τού σπόρου τών φυτών4. λεπτή πλάκα μετάλλου5. μεμβράνη που χρησιμοποιούνταν ως γραφική ύλη.[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαία λ. τής τεχνικής ορολογίας που έχει συνδεθεί με το αρχ. ινδ. ουδ. syūman- «δεσμός, λουρί, ραφή», παρά τη μορφολογική (ποσότητα τού -u-, διαφορά γένους και επιθήματος) και τη σημασιολογική απόσταση που παρουσιάζουν οι δύο τύποι. Αν δεχθούμε, ωστόσο, την άποψη αυτή, τότε η λ. ὑμήν θα πρέπει να αναχθεί στην ΙΕ ρίζα *syū- / *sū- «ράβω» και να συνδεθεί με τα: αρχ. ινδ. sĩvyati «ράβω», λιθουαν. siuti, αρχ. σλαβ. šije, λατ. suo και το ρ. κασσύω*].
Dictionary of Greek. 2013.